ὑπολαλεῖν

ὑπολαλεῖν
ὑπολαλέω
whisper
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπολαλώ — έω, ΜΑ [λαλῶ] μσν. λέω κάτι έμμεσα, πλαγίως («βούλεται δὲ μᾱλλον ὑπολαλεῑν τῷ τολμῶντι τὸ χρῆναι αὑτὸν πρὸς ἑαυτῷ ἔχειν τὸν νοῡν», Ευστ.) αρχ. 1. μιλώ χαμηλόφωνα 2. λέω κάτι κρυφά, ψιθυρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”